- τζανκ
- το, Νναυτ. τύπος μεγάλου ιστιοφόρου τών ανατολικών θαλασσών με τρεις ώς πέντε ιστούς και με ψαθωτά ιστία, το οποίο χρησιμοποιείται αποκλειστικά για μεταφορές, αλλά παλαιότερα χρησιμοποιήθηκε και ως πολεμικό πλοίο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. junk < πορτογ. junco < jon, λ. τής γλώσσας τού νησιού Ιάβα].
Dictionary of Greek. 2013.