τζανκ

τζανκ
το, Ν
ναυτ. τύπος μεγάλου ιστιοφόρου τών ανατολικών θαλασσών με τρεις ώς πέντε ιστούς και με ψαθωτά ιστία, το οποίο χρησιμοποιείται αποκλειστικά για μεταφορές, αλλά παλαιότερα χρησιμοποιήθηκε και ως πολεμικό πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. junk < πορτογ. junco < jon, λ. τής γλώσσας τού νησιού Ιάβα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • τζόγκα — η, Ν ναυτ. τύπος ιστιοφόρου, το τζανκ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”